- επιμιγάς
- ο, η(για ζώο) αυτό που προέρχεται από μιγάδες γονείς, από αναπαραγωγείς που δεν ανήκουν σε γνήσιες γενιές.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιμιγάς — ἐπιμιγά̱ς , ἐπιμιγή intermixture fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμιγάς — άδος, η, Ν ζώο που προέρχεται από γονείς μιγάδες, επιμιγάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μιγάς «ζώο που προέρχεται από τη διασταύρωση γονέων οι οποίοι ανήκουν σε δύο διαφορετικές φυλές τού ίδιου είδους» (< μίγνυμι)] … Dictionary of Greek